σουσαμάτος

σουσαμάτος
-η, -ο / σησαμάτος, -η, -ον, ΝΜΑ
πασπαλισμένος με σουσάμι
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το σουσαμάτο
γλύκισμα από σουσάμι και μέλι ή ζάχαρη, αλλ. παστέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι / σήσαμον + κατάλ. -άτος (πρβλ. καρυδ-άτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σησαμάτος — άτη, ον, ΜΑ βλ. σουσαμάτος …   Dictionary of Greek

  • σησαμόπαστος — η, ο / σησαμόπαστος, ον, ΝΑ, και δωρ. τ. σασαμόπαστος Α πασπαλισμένος με κόκκους από σουσάμι, σουσαμάτος, σουσαμωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμο(ν) + παστος (< πάσσω «πασπαλίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • σουσαμένιος — α, ο, Ν 1. σουσαμάτος 2. παρασκευασμένος με σουσάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι + κατάλ. ένιος (πρβλ. κριθαρ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • σουσαμωτός — ή, ό, Ν σουσαμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι + κατάλ. ωτός (πρβλ. ζαχαρ ωτός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”